- ὁμοπάθεια
- ὁμοπάθ-εια [pron. full] [πᾰ], ἡ,A common affection or quality of two things, τινος sympathy with one, Arist.Fr.101, cf. Plot.4.2.1, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁμοπαθείᾳ — ὁμοπαθείᾱͅ , ὁμοπάθεια common affection fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοπάθεια — ὁμοπάθεια, ἡ (Α) [ομοπαθής] κατάσταση κατά την οποία υποφέρει κάποιος τα ίδια μαζί με έναν άλλο, ταυτότητα δυστυχίας και ατυχίας … Dictionary of Greek
ὁμοπάθεια — common affection fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπαθείας — ὁμοπαθείᾱς , ὁμοπάθεια common affection fem acc pl ὁμοπαθείᾱς , ὁμοπάθεια common affection fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπάθειαν — ὁμοπάθεια common affection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)